πανωφόρι

πανωφόρι
το
ρούχο ανδρικό ή γυναικείο με μανίκια, που φοριέται πάνω από όλα τα άλλα ρούχα για προφύλαξη από το κρύο, ο επενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επανωφόρι(ον) με σίγηση τού αρκτικού ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανωφόρι — το ιού, αυτό που φοριέται πάνω απ όλα τα ρούχα, το παλτό, ο μανδύας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάπα — και κάππα, η (Μ κάπα και κάππα) φαρδύ χοντρό πανωφόρι τών ορεσίβιων χωρικών φτιαγμένο από μαλλί προβάτου ή κατσίκας νεοελλ. 1. στρατιωτικό πανωφόρι που φορούν οι εύζωνοι 2. γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια 3. παροιμ. «έκαψα την κάπα μου για να μη …   Dictionary of Greek

  • γαμπάς — (I) ο πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαbαn (πρβλ. ιταλ. gabbano «φαρδύ πανωφόρι ή φόρεμα»)]. (II) ο (θηλ. γαμπαρού, η) αυτός που έχει χοντρές γάμπες …   Dictionary of Greek

  • γουνέλα — η 1. κοντό γυναικείο πανωφόρι με γούνινη φόδρα, κοντογούνι 2. γυναικείο πανωφόρι, μεταξωτό, μέχρι τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gonella] …   Dictionary of Greek

  • επενδύτης — ο (AM ἐπενδύτης) [επενδύω] πανωφόρι νεοελλ. 1. χοντρό πανωφόρι 2. κοντή χλαίνη αρχ. χιτώνας που φοριόταν πάνω από άλλο χιτώνα («καὶ ἐξεδύσαντο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • άλλιξ — ἄλλιξ ( ικος), η (Α) 1. αντρικό πανωφόρι 2. πορφυρή χλαμύδα 3. είδος πόρπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές τής Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”